- θηρεύω
- (ΑΜ θηρεύω)1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.)αρχ.1. δελεάζω, προσελκύω2. συλλαμβάνω3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.)4. (για τα χέρια ανθρώπου που πεθαίνει) κινώ σπασμωδικά («θηρεύειν διὰ κενῆς», Αριστοτ.)5. παθ. θηρεύομαια) μτφ. συλλαμβάνομαι ως λεία, λαφυραγωγούμαιβ) μτφ. συλλαμβάνομαι αιχμάλωτοςγ) περικλείομαι, δένομαι με κάτι («θηρεύεται πέδαις», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ.ΠΑΡ. θήρευμααρχ.θηρεία, θήρευσις, θηρευτήρ, θηρευτής, θηρευτός, θηρεύτωρ.ΣΥΝΘ. εκθηρεύω, μυοθηρεύω, συνθηρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.